φιλοθήξ
English (LSJ)
-θῆγος, ὁ, ἡ, often sharpened, Theognost.Can.40.
German (Pape)
[Seite 1280] wird von Theognost. angeführt, B. A. 1340.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοθήξ: θῆγος, ὁ, ἡ, συχνάκις ἀκονώμενος, Θεογνώστου Κανόνες σ. 40.
Greek Monolingual
-θῆγος, ὁ, ἡ, Μ
αυτός που συχνά ακονίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -θήξ (< θήγω «οξύνω, ακονίζω»), πρβλ. νεοθήξ].