σποδόρχου, ὁ, (σποδέω 1) eunuch, Eust.1431.47.
[Seite 923] ὁ, = κίναιδος, Eust.
σποδόρχης: -ου, ὁ, (σποδέω) εὐνοῦχος, «μουνοῦχος», Εὐστ. 1431. 47.
-ου, ὁ, Μευνούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδῶ «συνευρίσκομαι παράνομα» + -ορχης (< ὄρχις), πρβλ. τριόρχης].