τραχυδέρμων
English (LSJ)
τραχυδέρμον, gen. ονος, rough-skinned, Epich.59.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾱχῠδέρμων: -ον, ὁ ἔχων τραχὺ δέρμα, ῥίναι [ῥῖναι] τε τραχυδέρμονες Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 286Β.
Greek Monolingual
τραχύδερμον, Α
τραχύδερμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -δέρμων (< δέρμα), πρβλ. ποικιλοδέρμων].
German (Pape)
[ᾱ], ονος, mit hartem Felle, Epicharm. bei Ath. VII.286c.