Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποικιλοδέρμων

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλοδέρμων Medium diacritics: ποικιλοδέρμων Low diacritics: ποικιλοδέρμων Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΔΕΡΜΩΝ
Transliteration A: poikilodérmōn Transliteration B: poikilodermōn Transliteration C: poikilodermon Beta Code: poikilode/rmwn

English (LSJ)

ποικιλοδέρμον, gen. ονος, piebald, πῶλοι E.IA226(lyr.).

German (Pape)

[Seite 649] = ποικιλόδερμος (mit buntem Felle), Eur. I. A. 226.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à la peau tachetée.
Étymologie: ποικίλος, δέρμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλοδέρμων -ον, gen. -ονος [ποικίλος, δέρμα] met bont gekleurd vel.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλοδέρμων: 2, gen. ονος с пестрой шкурой, пятнистый (sc. ἵπποι Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει παρδαλό δέρμα, αιολόδερμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δέρμων (< δέρμα), πρβλ. τραχυδέρμων].

Greek Monotonic

ποικῐλοδέρμων: -ον (δέρμα), αυτός που έχει πολύχρωμο δέρμα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλοδέρμων: -ον, ὁ ἔχων δέρμα ποικίλον, Ψευδο-Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 226.

Middle Liddell

ποικῐλο-δέρμων, ον, δέρμα
with pied skin, Eur.