ποικιλοδέρμων
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ποικιλοδέρμον, gen. ονος, piebald, πῶλοι E.IA226(lyr.).
German (Pape)
[Seite 649] = ποικιλόδερμος (mit buntem Felle), Eur. I. A. 226.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à la peau tachetée.
Étymologie: ποικίλος, δέρμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλοδέρμων -ον, gen. -ονος [ποικίλος, δέρμα] met bont gekleurd vel.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλοδέρμων: 2, gen. ονος с пестрой шкурой, пятнистый (sc. ἵπποι Eur.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει παρδαλό δέρμα, αιολόδερμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δέρμων (< δέρμα), πρβλ. τραχυδέρμων].
Greek Monotonic
ποικῐλοδέρμων: -ον (δέρμα), αυτός που έχει πολύχρωμο δέρμα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλοδέρμων: -ον, ὁ ἔχων δέρμα ποικίλον, Ψευδο-Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 226.