τροπέω
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
seul. impf. épq. τρόπεον;
c. τρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροπέω [τρέπω] ep. voor τρέπω doen omkeren.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
τροπέω: эп. (только impf. τρόπεον) = τρέπω.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
τροπέω: ποιητ. τύπος αντί τρέπω, στρέφω, μετατρέπω, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
τροπέω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τρέπω, στρέφω, μετατρέπω Ἰλ. Σ. 224.