συνδιαθερμαίνω

Revision as of 12:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

warm thoroughly together, Hp.Morb.1.24.

German (Pape)

[Seite 1007] mit od. zugleich durchwärmen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαθερμαίνω: διαθερμαίνω ὁμοῦ, Ἱππ. 458. 10.

Greek Monolingual

ΜΑ διαθερμαίνω
θερμαίνω κάτι σε όλη του τη μάζα μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διαθερμαίνω tegelijk door en door verwarmen.