φυγοπονία

Revision as of 12:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, aversion to work, Plb.3.79.4, Hierocl.p.50A.

German (Pape)

[Seite 1312] ἡ, Arbeitsscheu, Scheu vor Anstrengung, Pol. 3, 79, 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
éloignement pour le travail ou la fatigue.
Étymologie: φυγόπονος.

Russian (Dvoretsky)

φῠγοπονία:избегание трудов, боязнь работы Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγοπονία: ἡ ἀποστροφὴ πρὸς τὴν ἐργασίαν, Πολύβ. 3, 79, 4.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φυγόπονος
η αποφυγή τών κόπων της εργασίας, οκνηρία, τεμπελιά.

Greek Monotonic

φῠγοπονία: ἡ, αποστροφή προς την εργασία, σε Πολύβ.

Middle Liddell

φῠγοπονία, ἡ,
aversion to work, Polyb. [from φῠγόπονος]