ὑποθράττω

Revision as of 12:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

= ὑποταράσσω, Plu.Pomp.68, Fab.2.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
troubler ou effrayer qqe peu.
Étymologie: ὑπό, θράσσω.

German (Pape)

att. = ὑποθράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποθράττω: (= ὑποταράσσω) несколько тревожить, немного смущать (τινά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθράττω: Ἀττ., ἀντὶ ὑποταράσσω, Πλουτ. Πομπ. 68, Φάβ. 2, κλπ.

Greek Monolingual

Α
(απ. τ.) (συγκεκομμένος τ.) βλ. ὑποταράσσω.

Greek Monotonic

ὑποθράττω: Αττ. αντί ὑπο-ταράσσω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

attic for ὑποταράσσω, Plut.]