πυρσόχαιτος
English (LSJ)
πυρσόχαιτον, red-haired, κάρα B.17.51.
Greek Monolingual
-ον, Α
πυρσόκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. του πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -χαίτος (< χαίτη)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρσόχαιτος -ον [2. πυρσός, χαίτη] roodharig.