καθυπάρχω

Revision as of 12:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

strengthened for ὑπάρχω, Plu.Cic.23.

German (Pape)

[Seite 1289] = ὑπάρχω, Plut. Cic. 23.

French (Bailly abrégé)

c. ὑπάρχω.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠπάρχω: быть в наличии: πρώτῳ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι Plut. это (звание) было ему, кажется, присуждено первому.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπάρχω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπάρχω, Πλουτ, Κικέρων, 23.

Greek Monolingual

καθυπάρχω (Α)
(επιτατ. του υπάρχω) υπάρχω από την αρχή («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπ-άρχω].