ἀναθηλέω

Revision as of 12:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

sprout afresh, οὐδ' ἀναθηλήσει Il.1.236.

Spanish (DGE)

reverdecer, retoñar τόδε σκῆπτρον ... οὐδ' ἀναθηλήσει Il.1.236, ῥίζη δ' ἀναθηλήσει Orac.Sib.11.252
fig. αὐτίκα γάρ μοι χρὼς ἀναθηλήσει κρατὶ μελαινομένῳ AP 5.264 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 188] wieder aufgrünen, Il. 1, 236.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pousser ou fleurir de nouveau.
Étymologie: ἀνά, θάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθηλέω: вновь зацветать или вновь зеленеть Hom., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθηλέω: ὡς τὸ ἀναθάλλω, βλαστάνω ἐκ νέου, οὐδ’ ἀναθηλήσει, οὐδ’ ἀναβλαστήσει, Ἰλ. Α. 236.

English (Autenrieth)

(θάλλω): bloom again, fut., Il. 1.236†.

Greek Monotonic

ἀναθηλέω: μέλ. -ήσω (θάλλω), ξαναβλασταίνω, φυτρώνω εκ νέου, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

θάλλω
to sprout afresh, Il.