ύος, ἡ, wandering, Call.Aet.1.2.7.
[Seite 623] ἡ, = Vorigem, zw, Lesart bei Lyc. 1045.
-ύος, ἡ, Α(ποιητ. τ.) περιπλάνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ- του πλάζω + επίθημα -τύς(πρβλ. οργητύς)].