παρεμβύω

Revision as of 12:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῡ], stuffin, Luc. Hist.Conscr.22.

German (Pape)

[Seite 515] daneben, an der Seite einschieben, παρενεβέβυστο Luc. hist. conscr. 22.

French (Bailly abrégé)

boucher les interstices, bourrer.
Étymologie: παρά, ἐμβύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εμβύω ertussen stoppen.

Russian (Dvoretsky)

παρεμβύω: набивать, напихивать (εὐτελῆ ὀνόματα Luc.).

Greek Monolingual

Α
παρενθέτω, παρενείρω, χώνω κάτι κοντά («μεταξὺ οὕτως εὐτελῆ ὀνόματα καὶ δημοτικὰ καὶ πτωχικά πολλὰ παρενέβυστο», Λουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐμβύω «κλείνω, αποφράσσω»].

Greek Monotonic

παρεμβύω: [ῡ], μέλ. -βύσω, στριμώχνω, γεμίζω, παραγεμίζω, βάζω ανάμεσα, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμβύω: [ῡ], χώννω τι πλησίον, παρενείρω, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22.

Middle Liddell

fut. -βύσω
to stuff in, Luc.