παρενείρω

From LSJ

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρενείρω Medium diacritics: παρενείρω Low diacritics: παρενείρω Capitals: ΠΑΡΕΝΕΙΡΩ
Transliteration A: pareneírō Transliteration B: pareneirō Transliteration C: pareneiro Beta Code: parenei/rw

English (LSJ)

put in by the side, τὴν χεῖρα Sor.2.60: metaph., ἑαυτὸν εἰς πάντα π. intrude oneself into everything, Plu.2.793d; τῷλόγῳ περιττὰς προτάσεις Alex.Aphr. in Top.521.34, cf. Eust.7.39.

German (Pape)

[Seite 516] (εἴρω), daneben einreihen, einschalten, Ath. IV, 190 b u. a. Sp.; ἑαυτὸν εἰς πάντα, sich in Alles einmischen, neben καταμιγνὺς εἰς πάντα, Plut. an seni ger. resp. 18.

Russian (Dvoretsky)

παρενείρω: вводить, вставлять, вносить: ἑαυτὸν εἰς πάντα π. Plut. вмешиваться во все.

Greek (Liddell-Scott)

παρενείρω: παρεισάγω, εἰς πάντα παρενείρων ... ἑαυτόν, παρεισάγων ἑαυτὸν εἰς πᾶν πρᾶγμα, Πλούτ. 2. 793D· τι τῷ λόγῳ Εὐστ. 7. 39· τι μεταξὺ τῶν λόγων Ἄννα Κομν. 1. 338. - Κατὰ Σουΐδ.: «παρενείρει, παρεμβάλλει, ἤγουν λέγει».

Greek Monolingual

ΝΜΑ
παρεμβάλλω, παρενθέτω («τῷ λόγῳ περιττὰς προτάσεις παρενείρειν», Αλέξ. Αφρ.)
αρχ.
1. παρεισάγω («παρενείρειν χεῖρα», Σωρ.)
2. φρ. «ἑαυτὸν εἰς πάντα παρενείρων» — παρεμβάλλοντας τον εαυτόν του σε κάθε πράγμα (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐνείρω «συμπλέκω, συναρμόζω, τοποθετώ μέσα»].