παραθέλγω
English (LSJ)
assuage, ὀργάς A.Ag.71 (anap.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-θέλγω kalmeren.
Russian (Dvoretsky)
Greek Monolingual
Α
καταπραύνω, κατευνάζω.
Greek Monotonic
παραθέλγω: μέλ. -ξω, καταπραΰνω, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
παραθέλγω: μέλλ. -ξω, καταπραΰνω, κατευνάζω, εὐνὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 71.
Middle Liddell
fut. ξω
to assuage, Aesch.