ὀργάς
Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
English (LSJ)
(sc. γῆ), άδος, ἡ,
A clearing, uninhabited area of forests, any well-watered, fertile spot of land, meadow-land, partially wooded, with or without cultivated fields, IG 12.325.18, E.Ba.340,445, El.1162 (lyr.), X.Cyn.9.2, AP6.41 (Agath.); ὑπ' ὀργάδα τὰν Ἀχέροντος Hymn.Is. in Not.Arch.4.212.
2 rich tract of land sacred to the gods: such a tract between Athens and Megara, sacred to Demeter and Persephone, was specially called ἡ ὀ. or ἱερὰ ὀ., D.13.32, Call.Fr.35 P., Plu.Per.30, Paus.3.4.2, cf. IG22.204.8,16; similarly perhaps ὀργή in Herod.4.46 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 369] άδος, ἡ, sc. γῆ, nach Tim. lex. Plat. ἡ εὔγειος, λιπαρά, ἀκμαία, vgl. Ruhnk. dazu p. 195, eine feuchte, wohlbewässerte, üppig fruchtbare Gegend, Marschland; πρὸς Ἴδης ὀργάδας, Eur. Rhes. 282; Bacch. 340; Xen. Cyn. 10, 19 vrbdt εἰς τὰς ὀργάδας καὶ τὰ ἕλη καὶ τὰ ὕδατα; bes. Aue, Viehweide, ποιμενίαν ἀν' ὀργάδα μέλπεται Ἀχώ, Satyr. Th. 2 (Plan. 153); D. Hal. u. a. Sp.; εὐάροτος, Agath. 30 (VI, 41). – Bes. nach Poll. 1, 10 die den Göttern geheiligten, fruchtbaren Plätze; Harpocr. v. ὀργεῶναι vrbdt ἐν ταῖς ὀργάσι καὶ τοῖς ἄλσεσι, zu Dem. 13, 22 ἀποτεμνομένους τὴν ὀργάδα aber faßt er es allgemeiner: τὰ λοχμώδη καὶ ὀρεινὰ χωρία καὶ οὐκ ἐπεργαζόμενα; es ist aber hier, wie Plut. Pericl. 30, τέμενος, ἀποτέμνεσθαι τὴν ἱερὰν ὀργάδα, so zu nehmen, wie es erklärt wird Hellad. Chrestom. p. 19: ἰδίως ἐκάλουν οἱ Ἆθηναῖοι τὴν ταῖν θεαῖν ἀνειμένην τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ καὶ τῆς Μεγαρίδος. – Übh. als adj. von Fruchtbarkeit, Fülle strotzend, übertr., θυγατέρες εἰς λέχος ὀργάδες, zur Che vollreife Mädchen, mannbare, Nicet.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
propr. pleine de sève;
ἡ ὀργάς (γῆ);
1 terre grasse et fertile;
2 portion de territoire fertile consacrée à Déméter et à Perséphonè, entre Athènes et Mégare.
Étymologie: ὀργή.
Greek Monolingual
ὀργάς, -άδος, ἡ (ΑΜ)
μσν.
(για γυναίκα) αυτή που βρίσκεται σε ηλικία γάμου
αρχ.
(ενν. γη)
1. γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός
2. καρποφόρο κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποια θεότητα («ἄλλα τε ἐδῄωσε τῆς χώρας καὶ τῆς καλουμένης ὀργάδος θεῶν τε τῶν ἐν Ἐλευσῖνι ἱερᾱς», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀργάς παράγεται μάλλον από το ρ. ὀργώ + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. μαίνομαι: μαινάς). Η σημ. της λ. «γη που καλλιεργείται», δηλ. καλοδουλεμένη, απ' όπου «εύφορη», έκανε ορισμένους να τή διαχωρίσουν από την οικογένεια του ὀργή και να τη συνδέσουν με την οικογένεια τών ἔργο, ἔρδω (βλ. και λ. οργή). Η σημ., εξάλλου, της λ. «καρποφόρο κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποια θεότητα», η οποία αναφέρεται γενικά σε γη που δεν καλλιεργείται και συγκεκριμένα στην περιοχή της Ελευσίνας, ανάμεσα στην Αθήνα και στα Μέγαρα, οδήγησε στη σύνδεση της με το ρ. εἴργω / ἔργω «διαχωρίζω, περικλείω» (< ΙΕ ρίζα wer-g- «κλείνω, εγκλείω, περικλείω»). Από άλλους, τέλος, η λ. έχει θεωρηθεί δάνειο από το χεττιτ. warkant- «παχύς, ευτραφής»].
Greek Monotonic
ὀργάς: (ενν. γῆ), -άδος, ἡ, κάθε τμήμα γης καλά αρδευμένο και εύφορο, λιβάδι, σε Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὀργάς: άδος ἡ (sc. γῆ)
1 плодородная земля, обильное пастбище (Ἴδης ὀργάδες Eur.);
2 священный заповедник (между Афинами и Мегаридой, посвященный Деметре и Персефоне) Plut.
Frisk Etymological English
-άδος
Grammatical information: f.
See also: s. ὀργή, ὀργάω.
Middle Liddell
ὀργάς (sc. γῆ) any well-watered, fertile spot, meadow-land, Eur., Xen.
Frisk Etymology German
ὀργάς: -άδος
{orgás}
Grammar: f.
See also: s. ὀργή, ὀργάω.
Page 2,411