οἴκισις

Revision as of 12:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, colonization, Th.5.11, 6.4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de fonder une colonie.
Étymologie: οἰκίζω.

German (Pape)

ἡ, das Ansiedeln, die Gründung einer neuen Pflanzstadt, Thuc. 5.11, 6.4.

Russian (Dvoretsky)

οἴκῐσις: εως ἡ основание колонии или колоний, колонизация Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ ἐποίκων κατάληψις τόπου τινός, ἀποίκισις, Θουκ. 5. 11., 6. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.

Greek Monotonic

οἴκῐσις: ἡ (οἰκίζω), ενίσχυση ντόπιου πληθυσμού με έλευση νέων κατοίκων, αποικισμός, σε Θουκ.

Middle Liddell

οἴκῐσις, ιος, ἡ, οἰκίζω
a peopling, colonisation, Thuc.

English (Woodhouse)

act of founding, establishment of a colony, founding