σαννίων
English (LSJ)
ὁ, = σάννας, Arr.Epict.3.22.83.
German (Pape)
[Seite 861] ὁ, ein Possenreißer, zw., s. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
σαννίων: ὁ, = σάννας, Λατ. sannio, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 83.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σάννας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαν- του σαίνω (πρβλ. αόρ. ἔ-σαν-α / ἔ-σην-α) με εκφραστικό διπλασιασμό του -ν- + επίθημα -ίων (πρβλ. μαχαιρίων)].