μεσόδομος

Revision as of 12:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, = κατῆλιψ, Sch.Ar.Ra.574.

Greek Monolingual

(I)
ο
ναυτ. αίθουσα πολεμικού πλοίου η οποία χρησιμεύει ως εντευκτήριο και εστιατόριο τών κατώτερων αξιωματικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + δόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Φιλ. Ιωάννου].
(II)
μεσόδομος, η (Α)
κλίμακα, σκάλα.