παιδοκτονία

Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, child-murder, Ph.2.27, Hierocl. in CA14p.452M.

German (Pape)

[Seite 441] ἡ, Kindermord, Philo u. a. Sp.

Greek Monolingual

η (ΑΜ παιδοκτονία) παιδοκτόνος
φόνος παιδιού
νεοελλ.
(νομ.) η εκ προθέσεως θανάτωση παιδιού από τη μητέρα του κατά τη διάρκεια του τοκετού ή μετά τον τοκετό και ενόσω η μητέρα τελεί υπό την επήρεια τών ψυχοσωματικών και διανοητικών συνεπειών του τοκετού.

Translations

infanticide

Armenian: մանկասպանություն; Old Armenian: մանկասպանութիւն; Belarusian: дзетазабойства, інфантыцыд; Bulgarian: детеубийство; Chinese Mandarin: 殺嬰/杀婴; Czech: infanticida; Dutch: kindermoord, kinderdoding, infanticide; Finnish: lapsenmurha; French: infanticide; Galician: infanticidio; German: Kindesmord, Kindestötung; Greek: βρεφοκτονία, νηπιοκτονία; Ancient Greek: βρεφοκτονία, παιδοκτονία, παιδοφονία, τεκνοκτονία; Hungarian: csecsemőgyilkosság; Icelandic: barnsmorð; Ido: infantocido; Japanese: 子殺し; Korean: 영아 살해(嬰兒殺害); Latin: infanticidium; Macedonian: чедоубиство, чедоморство; Persian: قاتل بچه جدیدالولاده‎; Polish: dzieciobójstwo; Portuguese: infanticídio; Russian: детоубийство, инфантицид; Serbo-Croatian Cyrillic: инфантѝцӣд, чедоморство; Roman: infantìcīd, čedomórstvo; Slovak: infanticída; Slovene: detomor; Spanish: infanticidio; Swedish: barnamord; Telugu: శిశుహత్య; Ukrainian: дітовбивство, інфантицид; Volapük: cililisasen