στεατώδης

Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

στεατῶδες, like tallow or suet, φάρμακα Hp.Ulc.2, cf. Arist.PA651b30,al.; ζῷα στεατώδη animals that have tallow or suet, Id.HA520a14; στεατώδης ἀποφορά Dsc.2.76.12, cf. Antyll. ap. Sch.Orib.45.2.3.

German (Pape)

[Seite 931] ες, talgartig, Talg habend, ζῶον, Arist. part. anim. 2, 6.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεατώδης -ες [στέαρ] vetachtig.

Russian (Dvoretsky)

στεᾱτώδης:
1 покрытый салом (τὸ ἐπίπλοον Arst.);
2 богатый салом (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στεᾱτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς στέαρ ἢ «ξύγγι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 17, 2, κ. ἀλλ.· ζῷα στ., τὰ ἔχοντα στέαρ ἢ «ξύγγι», ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 6, 2, Διοσκ., κλπ.

Greek Monolingual

-ες / στεατώδης, -ῶδες, ΝΑ και στητώδης, -ῶδες, Α στέαρ -ατος]
αυτός που μοιάζει με στέαρ, με ξύγκι
αρχ.
γεμάτος στέαρ.