ἐπίπλοον
English (LSJ)
τό, = Homer's δέρτρον, fold of the peritoneum, omentum, Hp.Aph.5.46, Arist.HA495b29, 519b7, PA677b12, etc.:—also ἐπίπλοος, ὁ, Hdt.2.47; contr. ἐπίπλους Epich.80 codd. Ath., Ion Hist. 3; and ἐπιπόλαιον, τό, Eub.95.3, Hsch.: ἐπίπλοιον Philetaer.17 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 970] τό, auch ἐπίπλοος, ὁ, das Netz, welches die Gedärme zusammenhält, τὸν σπλῆνα καὶ τὸν ἐπίπλοον συνθεὶς ὁμοῦ Her. 2, 47; Arist. part. anim. 4, 1. 3; oft als neutr., wie Hippocr. u. a. Medic.; auch zsgzgn ἥπατα περιειλημμένα τῷ καλουμένῳ ἐπίπλῳ, Epicharm. u. Ion. Ath. III, 106 e (κεῖται ἐπὶ τοῦ λίπους καὶ τοῦ ὑμένος). Vgl. Lob. zu Phryn. p. 142.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπλοον: стяж. ἐπίπλουν τό ἐπιπολῆς III или πέλλα анат. сальник Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπλοον: τό, = τῷ Ὁμηρικῷ δέρτρῳ, ὁ ἐπικαλύπτων τὴν κοιλίαν καὶ τὰ ἔντερα πιμελώδης ὑμήν, Λατ. omentum, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 18., 3. 14, π. Ζ. Μορ. 4. 3, 1· ὡσαύτως, ἐπίπλοος, ὁ, Ἡρόδ.· 2. 47· συνῃρ. ἐπίπλους, Ἐπίχ. καὶ Ἴων παρ’ Ἀθην. 107· ὡσαύτως καὶ ἐπίπλοιον, Φιλέταιρος ἐν «Τηρεῖ» παρ’ Ἀθην. 106Ε, Ἡσύχ. ἐν λ. ἔπιπλον· πρβλ. Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 3. σ. 299, 5. σ. 83. - (Κατὰ τὸν Κούρτ. ἐκ τοῦ πέλλα (Β)· ἀλλὰ μᾶλλον ἐκ τῆς προθ. ἐπί, ἡ ἐπάνω πτυχή, ὡς τὸ ἁπλοῦς ἐκ τοῦ ἅμα, διπλοῦς ἐκ τοῦ δίς, πρβλ. ἔπιπλα, τά).
Greek Monolingual
και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους)
ανατ. το δέρτρον. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα
νεοελλ.
ονομασία τών διπλώσεων του περιτοναίου που συνδέουν τα σπλάγχνα μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η υποτεθείσα σύνδεση της λέξεως με σλαβικούς τύπους (λιθ. pleve «λεπτό δέρμα», ρωσ. plevǻ «λεπτή μεμβράνη», σλοβεν. pleva «βλέφαρο»), η οποία δεν λαμβάνει υπ’ όψιν το α’ συνθετικό επί, είναι αμφίβολη. Πρόκειται μάλλον για ρηματ. όνομα του ρ. επι-πλέω «πλέω στην επιφάνεια» (πρβλ. και ακρό-πλοος «αυτός που πλέει ή κολυμπά στην επιφάνεια»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: fold of the peritoneum, omentum (Ion. hell.).
Other forms: (also -οος m.)
Origin: IE [Indo-European] [835] *pleu- swim
Etymology: Compared with Lith. plėvė̃ fine, thin skin (on the milk, below the egg-shell etc.), Russ. plevá id., Sloven. plė́va eye-brow (Curtius, Fick; Specht Ursprung 182); but then the prefix remains unexplained. So prob. a pure Greek verbal noun from ἐπι-πλεῖν as swim upon; s. Strömberg Wortstudien 65f.; ἐπίπλοον then the organ, that swims upon. - The form ἐπιπόλαιον (Eub. 95, 3) from connection with ἐπιπόλαιος, s. ἐπιπολή.
Frisk Etymology German
ἐπίπλοον: {epíploon}
Forms: (auch -οος m.)
Grammar: n.
Meaning: die Netzhaut um die Gedärme, das Darmnetz, Omentum (ion. hell.).
Etymology: Die Ähnlichkeit mit lit. plėvė̃ ‘feine dünne Haut (auf der Milch, unter der Eischale u. a.), russ. plevá dünnes Häutchen, sloven. plė́va Augenlid (Curtius, Fick; auch Specht Ursprung 182) ist unverkennbar; dabei bleibt aber vor allem das Präfix unerklärt. Es spricht deshalb manches dafür, in ἐπίπλοον ein rein griechisches Verbalnomen von ἐπιπλεῖν im Sinn von oben schwimmen zu sehen; s. Strömberg Wortstudien 65f., wo mehrere ähnliche Ausdrücke, z. B. ἀκρόπλοος oben schwimmend, oberflächlich (von den Adern, der Gebärmutter), herangezogen werden; ἐπίπλοον somit das Organ, das oben schwimmt. — Die Form ἐπιπόλαιον (Eub. 95, 3) beruht auf volksetymologischer Angleichung an ἐπιπόλαιος, s. ἐπιπολή.
Page 1,540