οἰκότως

Revision as of 12:08, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Ion. for ἐοικότως, reasonably, probably, Hdt.2.25, 7.50.

French (Bailly abrégé)

adv.
ion. c. ἐοικότως.

Russian (Dvoretsky)

οἰκότως: adv. ион. = ἐοικότως.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκότως: Ἰων. ἀντὶ ἐοικότως, ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ οἰκὼς (ἀντὶ ἐοικώς), λογικῶς, πιθανῶς, Ἡρόδ. 2. 25., 7. 50.

Greek Monolingual

οἰκότως (Α)
(επίρρ. ιων. τ. αντί ἐοικότως) πιθανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐοικότως (βλ. λ. έοικα)].

Greek Monotonic

οἰκότως: Ιων. επίρρ., από μτχ. παρακ. του οἰκώς (αντί ἐοικώς), εύλογα, πιθανόν, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[ionic adv. part. perf. of οἰκώς for ἐοικώς
reasonably, probably, Hdt.