φευκτέον
English (LSJ)
A one must flee, ἀπό τινος Pl.Phd. 62d; δεῦρο τοῖς κακοῖσι φ. they must flee, E.Heracl.259, cf. Ar.Av.392 (lyr.): pl., Sch.Il.10.149.
II c. acc., ἀκολασίαν Pl. Grg.507d, cf. X.Mem.2.6.4, etc.
III φευκτέος, φευκτέα, φευκτέον, to be avoided, Gal.18(2).850; τὰ φ. Iamb.VP31.190.
Russian (Dvoretsky)
φευκτέον: adj. verb. к φεύγω.
Greek (Liddell-Scott)
φευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φεύγω, δεῖ φεύγειν, ἀπό τινος Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 62D· δεῦρο τοῖς κακοῖσι φ., πρέπει νὰ φύγωσιν οἱ κακοί, Εὐρ. Ἡρακλ. 259, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 392. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τί φ.; Εὐρ. Ἑλ. 860, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167D, Πολ. 358Α, Ξεν., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., Σχόλ. εἰς Ἰλ. Κ. 149.
Greek Monotonic
φευκτέον: ρημ. επίθ. του φεύγω, αυτό που πρέπει να φύγει ή να αποφευχθεί, σε Ευρ.