θηριοτρόφος

Revision as of 05:30, 27 October 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Thier" to "Tier")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

θηριοτρόφον, (parox.)
A abounding in wild beasts, of a country, Str.2.5.33; keeping wild beasts, Procl.Par.Ptol.250.
II proparox., θηριότροφος, ον, Pass., fed on reptiles, Gal.11.143.

German (Pape)

[Seite 1210] wilde Tiere ernährend, hervorbringend, vom Lande, Strab. II, 131 u. Sp.; θηριότροφος, wilde Tiere essend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

θηριοτρόφος: -ον, ἔχων ἄφθονα θηρία, περὶ χώρας, Στράβ. 131· τρέφων ἄγρια θηρία, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 250. 11. ΙΙ. προπαροξ. θηριότροφος, ον, παθ., τρώγων ἄγρια ζῷα καὶ ἐξ αὐτῶν τρεφόμενος, Γαλην. 10. σ. 391.

Greek Monolingual

ὁ (Α και ως επίθ. θηριοτρόφος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. αυτός που διατηρεί θηριοτροφείο, που συντηρεί θηρία και τά εκγυμνάζει για θεαματικές επιδείξεις
αρχ.
ως επίθ. η χώρα ή ο τόπος όπου ζουν πολλά θηρία, θηριοβριθής, γεμάτος θηρία («[ἡ χώρα] εστίν ευδαίμων, θηριοτρόφος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυοτρόφος, ορνιθοτρόφος].