θηριότροφος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον, Pass., fed on reptiles, Gal. 11.143.
Greek Monolingual
θηριότροφος, -ον (Α)
αυτός που τρώει θηρία, που τρέφεται από σάρκες θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρότροφος, νεότροφος].