θηριότροφος

From LSJ

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριότροφος Medium diacritics: θηριότροφος Low diacritics: θηριότροφος Capitals: ΘΗΡΙΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: thēriótrophos Transliteration B: thēriotrophos Transliteration C: thiriotrofos Beta Code: qhrio/trofos

English (LSJ)

ον, Pass., fed on reptiles, Gal. 11.143.

Greek Monolingual

θηριότροφος, -ον (Α)
αυτός που τρώει θηρία, που τρέφεται από σάρκες θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρότροφος, νεότροφος].

German (Pape)

wilde Tiere essend, Galen.