paciencia
Spanish > Greek
ἀνεξικακία, ἀνοχή, καρτέρησις, καρτερία, μακροθυμία, μακροθυμίη, μεγαλοπάθεια, προσκαρτέρησις, τλημοσύνη, τληπάθεια, τληπάθησις, ὑπομονή
ἀνεξικακία, ἀνοχή, καρτέρησις, καρτερία, μακροθυμία, μακροθυμίη, μεγαλοπάθεια, προσκαρτέρησις, τλημοσύνη, τληπάθεια, τληπάθησις, ὑπομονή