v. μυλλαίνω, in pf. μεμύλληκε, Hsch.
μυλλῶ, μυλλάω (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μεμύλληκεδιέστραπται, συνέστραπται».[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλον «χείλος» (πρβλ. μυλλός [Ι])].
μυλλάω: «μεμύλληκε· διέστραπται, συνέστραπται» Ἡσύχ.
c. μυλλαίνω.