ἐξελευθεροστομέω

Revision as of 05:40, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "müthig" to "mütig")

English (LSJ)

strengthened for ἐλευθ-, S.Aj.1258.

German (Pape)

[Seite 876] freimütig heraussagen, Soph. Ai. 1237.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler librement.
Étymologie: ἐξελεύθερος, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

ἐξελευθεροστομέω: говорить свободно, смело Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελευθεροστομέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐλευθεροστομέω, θαρσῶν ὑβρίζεις κἀξελευθεροστομεῖς Σοφ. Αἴ. 1258.

Greek Monotonic

ἐξελευθεροστομέω: μέλ. -ήσω, είμαι πολύ «ελεύθερος» στα λόγια, είμαι αθυρόστομος, σε Σοφ.

Middle Liddell


to be very free of speech, Soph.