μικρόφρων

Revision as of 05:40, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "müthig" to "mütig")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) small-minded, D.C.61.5, Max.Tyr.41.5 (σμ-). Adv. μικροφρόνως Poll.4.15.

German (Pape)

[Seite 185] ον, von kleinlicher, niedriger Gesinnung, kleinmütig, D. Cass. 61, 5; – μικροφρόνως verwirft Poll. 4, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ταπεινὰ φρονῶν, ἔχων ταπεινὸν φρόνημα, χαμερπής, Δίων Κ. 61. 5. - Ἐπίρρ. -φρόνως, μικροπρεπῶς, Πολυδ. Δ΄, 15.

Greek Monolingual

μικρόφρων, ὁ και ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ταπεινό φρόνημα, ο μετριόφρων
2. μικροπρεπής, χαμερπής.
επίρρ...
μικροφρόνως (Α)
με μικρόφρονα τρόπο, μικροπρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].