εἰδωλόθυτον
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
chair des victimes.
Étymologie: εἴδωλον, θύω.
Russian (Dvoretsky)
εἰδωλόθῠτον: τό жертва идолам NT.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδωλόθῠτον: τό, τὸ θυόμενον εἰς τὰ εἴδωλα· - εἰδωλόθυτα, τὰ ἀπομένοντα ἐκ τῶν θυσιῶν κρέατα, ἅπερ ἢ κατεβιβρώσκοντο κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς θυσίας ἢ ἐπωλοῦντο (ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἢ φιλαργύρων) ἐν τῇ ἀγορᾷ, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 29, Ἐπιστ. π. Κοριν. Α. η΄, 1, κλ.
English (Strong)
neuter of a compound of εἴδωλον and a presumed derivative of θύω; an image-sacrifice, i.e. part of an idolatrous offering: (meat, thing that is) offered (in sacrifice, sacrificed) to (unto) idols.