χελλών

Revision as of 21:45, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

or χελών, ῶνος, ὁ, a kind of mullet, Mugil chelo, Arist.HA543b15, 570b2, 591a23, Fr.318, Hices. ap. Ath.7.306e; χελλών (χελμών cod.)· ἰχθῦς ποιός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1348] ῶνος, ὁ, eine Fischart, Ath. VII, 306 c, S. χειλών.

Russian (Dvoretsky)

χελλών: v.l. χελών, ῶνος ὁ рыба губан (предполож. морской попугай - Scaro cretensis) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χελλών: ἢ χελών, ῶνος, ὁ, εἶδος ἰχθύος μετὰ μακροῦ ῥύγχους ἐκ τοῦ γένους τῶν κεφάλων, Λατ. labeo, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 3., 8. 2, 26, Ἀποσπ. 299, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306Ε κἑξ.· παρὰ δὲ τῷ Ἡσυχ. τὸ χελμὼν φαίνεται ὅτι εἶναι ἡμαρτημένον ἀντὶ τοῦ χελλών. Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. 67, 68, 87, 88.

Greek Monolingual

και χελμών και χειλών και χελών, -ώνος, ὁ, Α
είδος ψαριού με μακρύ ρύγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. χελλών έχει σχηματιστεί από το θ. χελ- του χεῖλος, με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- και κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. μυών). Ο τ. απαντά και με την γρφ. χελών, αλλά προτιμότερη θεωρείται η γρφ. με -λλ-, η οποία ενισχύεται και από το ανθρωπωνύμιο Χέλλων].

Frisk Etymology German

χελλών: (-λ-), -ῶνος
{khellṓn}
Grammar: m.
Meaning: Art Meeräsche, Mugil chelo (Arist., Hikes. und Diph. ap. Ath., H.), auch als PN (Ephesos IVa; Bechtel Namenst. 48).
Derivative: Dazu χελλαρίης = ὀνίσκος als Fischname (Dorio ap. Ath.), s. Strömberg 130 u. 134.
Etymology: Ohne Etymologie; zur Sache Thompson Fishes s.v. Die semantisch naheliegende Anknüpfung an χεῖλος (Mastrelli Arch. glottol. it. 51, 135; vgl. die roman. Abkömmlinge von lat. labeō) ist lautlich schwierig zu rechtfertigen.
Page 2,1085