δισχιδής

Revision as of 21:46, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

δισχιδές, (σχίζω)
A cloven-hoofed, opp. ἀσχιδής, πολυσχιδής, Arist.HA499b9.
2 cloven, ποδότης Id.PA642b29.
3 divided, parted, κόμη Callistr.Stat.7; ὁδός Trag.Adesp.338. Adv. δισχιδῶς Dosith.p.412K.
4 branching, of arteries, etc., Gal.UP16.10, etc.

Spanish (DGE)

(δισχῐδής) -ές
I 1dividido, hendido, partido ποδότης Arist.PA 642b29, ὁδός Trag.Adesp.338, κόμη Callistr.7
fig. (ψεῦδος) διπλοῦν ... καὶ δ. Them.Or.21.259a.
2 de pezuña hendida, patihendido τὰ τετράποδα Arist.HA 499b9.
3 medic. escindido ἀπόφυσις Gal.2.378, cf. 4.324, de un músculo, Gal.18(2).1021.
II adv. -ῶς de manera dividida Dosith.412.16.

German (Pape)

ές, zwiespältig, von den Tieren mit gespaltenen Klauen, Arist. H.A. 2.1; ὁδός B.A. 35; κόμη, gescheiteltes Haar, Callistr. stat. 7.

Russian (Dvoretsky)

δισχῐδής: с раздвоенным (расщепленным) копытом (sc. ζῷον Arst.): ἡ ποδότης δ. Arst. парнокопытность.

Greek (Liddell-Scott)

δισχῐδής: -ές, (σχίζω) ὁ εἰς δύο ἐσχισμένον ἔχων τὸν ἄκρον

Greek Monolingual

-ές (AM δισχιδής, -ές)
ο σχισμένος στα δύο, διχαλωτός
αρχ.
Ι. ο χωρισμένος στα δύο
II. επίρρ. δισχιδόν
με διχασμό, με διχαλωτή μορφή.