ἕλκωσις

Revision as of 13:39, 29 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

-εως, ἡ, ulceration, Hp.Aph.3.21, Th.2.49, Ph.2.1co; of plants, Thphr. CP 1.14.2,al.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Aret.CD 2.3.1; plu. nom. -ιες Hp.Aph.3.21]
1 medic. ulceración ἑλκώσεως αὐτῇ (τῇ κοιλίᾳ) ἰσχυρὰς ἐγγιγνομένης Th.2.49, ἕ. δὲ καὶ κυήσεως ἀρχή ref. al desgarro del himen, Plu.2.769e, ἕνεκεν ... τῶν πυρωδῶν ἑλκώσεων Ptol.Tetr.3.13.15, gener. c. gen. o constr. prep. στομάτων ἑλκώσιες Hp.l.c., Gal.17(2).620, cf. Gp.12.17.12, τῶν νεφρῶν ἢ τῆς κύστιος ἕ. Hp.Aph.4.75, cf. Gal.8.4, 17(2).777, Aret.l.c., Steph.in Hp.Progn.262.16, κατὰ τῆς δορᾶς ἁπάσης ἕ. Ph.2.100, πρὸς τὰς ἐν ὑστέρᾳ ἑλκώσεις Dsc.1.45.2, cf. 77.3, φθίσις ἐστὶ κυρίως ἕ. τοῦ πνεύμονος Aët.8.75, cf. 49.
2 bot. incisión, corte, herida en la poda de árboles εἰς βάθος ἡ τρῶσις καὶ ἕ. Thphr.HP 4.16.1, en la poda de una viña ἐκ τῆς ἑλκώσεως τῆς περὶ τὴν τομήν Thphr.CP 5.12.8, cf. 1.14.2.

German (Pape)

[Seite 800] ἡ, das Verwunden, die Eiterung; ἑλκώσεως ἰσχυρᾶς ἐγγιγνομένης Thuc. 2, 49; Medic. – Auch von Bäumen, Theophr.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
ulcération.
Étymologie: ἑλκόω.

Russian (Dvoretsky)

ἕλκωσις: εως ἡ изъязвление, нагноение Thuc., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλκωσις: -εως, ἡ, ὁ σχηματισμὸς ἕλκους, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Θουκ. 2. 49.

Greek Monotonic

ἕλκωσις: -εως, ἡ (ἑλκόω), σχηματισμός έλκους, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἕλκωσις, εως ἑλκόω
ulceration, Thuc.