ἕλκωσις

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλκωσις Medium diacritics: ἕλκωσις Low diacritics: έλκωσις Capitals: ΕΛΚΩΣΙΣ
Transliteration A: hélkōsis Transliteration B: helkōsis Transliteration C: elkosis Beta Code: e(/lkwsis

English (LSJ)

ἑλκώσεως, ἡ, ulceration, Hp.Aph.3.21, Th.2.49, Ph.2.1co; of plants, Thphr. CP 1.14.2,al.

Spanish (DGE)

ἑλκώσεως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Aret.CD 2.3.1; plu. nom. -ιες Hp.Aph.3.21]
1 medic. ulceración ἑλκώσεως αὐτῇ (τῇ κοιλίᾳ) ἰσχυρὰς ἐγγιγνομένης Th.2.49, ἕ. δὲ καὶ κυήσεως ἀρχή ref. al desgarro del himen, Plu.2.769e, ἕνεκεν ... τῶν πυρωδῶν ἑλκώσεων Ptol.Tetr.3.13.15, gener. c. gen. o constr. prep. στομάτων ἑλκώσιες Hp.l.c., Gal.17(2).620, cf. Gp.12.17.12, τῶν νεφρῶν ἢ τῆς κύστιος ἕ. Hp.Aph.4.75, cf. Gal.8.4, 17(2).777, Aret.l.c., Steph.in Hp.Progn.262.16, κατὰ τῆς δορᾶς ἁπάσης ἕ. Ph.2.100, πρὸς τὰς ἐν ὑστέρᾳ ἑλκώσεις Dsc.1.45.2, cf. 77.3, φθίσις ἐστὶ κυρίως ἕ. τοῦ πνεύμονος Aët.8.75, cf. 49.
2 bot. incisión, corte, herida en la poda de árboles εἰς βάθος ἡ τρῶσις καὶ ἕ. Thphr.HP 4.16.1, en la poda de una viña ἐκ τῆς ἑλκώσεως τῆς περὶ τὴν τομήν Thphr.CP 5.12.8, cf. 1.14.2.

German (Pape)

[Seite 800] ἡ, das Verwunden, die Eiterung; ἑλκώσεως ἰσχυρᾶς ἐγγιγνομένης Thuc. 2, 49; Medic. – Auch von Bäumen, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ἑλκώσεως (ἡ) :
ulcération.
Étymologie: ἑλκόω.

Russian (Dvoretsky)

ἕλκωσις: ἑλκώσεως ἡ изъязвление, нагноение Thuc., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλκωσις: ἑλκώσεως, ἡ, ὁ σχηματισμὸς ἕλκους, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Θουκ. 2. 49.

Greek Monotonic

ἕλκωσις: ἑλκώσεως, ἡ (ἑλκόω), σχηματισμός έλκους, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἕλκωσις, ἑλκώσεως ἑλκόω
ulceration, Thuc.

Lexicon Thucydideum

exulceratio, exasperation, 2.49.6, [nonnulli codd. several manuscripts ἐκκαύσεως]