ἁμαξόποδες

Revision as of 10:06, 17 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

οἱ, = ἁμαξήποδες (axle blocks, axel hubs), Vitr.10.14.1.

German (Pape)

[Seite 116] Vitruv. 10, 20, Achsenscheeren, arbusculae, in quibus versantur rotarum axes, vgl. ἁμαξήποδες.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξόποδες: οἱ, Λατ. arbusculae, κύλινδροι παχεῖς ὡς τροχοὶ δι’ ὧν πολεμικαὶ μηχαναὶ ἐκινοῦντο, Βιτρούβ. 10. 20: ἁμαξήποδες ἐν Πολυδ. 1. 253, «ἁμαξήποδες, ὑφ’ ὧν ὁ ἄξων ἕλκεται στρεφόμενος.»

Greek Monolingual

οι
υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, μέσα στα οποία στρέφονταν τα άκρα τών αξόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + πόδες, πληθ. του ουσ. πους, ποδός].