ἀμφίγλωσσος

Revision as of 10:21, 21 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἀμφίγλωσσον, ambiguous, Eust.489.19, al.

Spanish (DGE)

-ον
1 bilingüe Synes.Prouid.M.66.1269B.
2 ambiguo subst. τὸ ἀμφίγλωσσον = ambigüedad τὸ τοῦ Ὁμήρου ἀμφίγλωσσον Eust.489.19.

German (Pape)

[Seite 137] doppelzüngig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίγλωσσος: -ον, = δίγλωσσος, Συνέσ. 122D. ΙΙ. ἀμφίβολος, ἀσαφής, σκοτεινός, Εὐστ. 489. 19, κτλ.

Greek Monolingual

ἀμφίγλωσσος, -ον (Μ)
1. ο ασαφής στην έκφραση, αυτός που μιλάει με ασάφεια, με υπονοούμενα
2. αυτός ο οποίος μιλάει δύο γλώσσες, ο δίγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γλωσσος < γλῶσσα.