ασβεστοκάμινος
Greek Monolingual
ασβεστοκάμινο το και ασβεστοκάμινος, η
καμίνι όπου παράγεται ασβέστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσβεστος + καμίνι, κάμινος. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Kalkofen)].
ασβεστοκάμινο το και ασβεστοκάμινος, η
καμίνι όπου παράγεται ασβέστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσβεστος + καμίνι, κάμινος. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Kalkofen)].