ασβεστοκάμινο

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

ασβεστοκάμινο το και ασβεστοκάμινος, η
καμίνι όπου παράγεται ασβέστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσβεστος + καμίνι, κάμινος. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Kalkofen)].