ἀστεροπητής

Revision as of 21:25, 25 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἀστεροπητοῦ, ὁ, hurler of lightning, lightener, of Zeus, Il.1.580, Hes.Th.390, S.Ph.1198 (dact.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
lanzador de relámpagos de Zeus Il.1.580, 609, Hes.Th.390, S.Ph.1198, Orac.Sib.2.16.

German (Pape)

[Seite 375] ὁ, der Blitzeschleuderer, Beiname des Zeus, ἀστεροπητής Versende Iliad. 1, 580. 609. 12, 275, ἀστεροπητῇ Versende 7, 443; Soph. Phil. 1183; voc. ἀστεροπητά Luc. Tim. 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui lance des éclairs.
Étymologie: ἀστεροπή.

Russian (Dvoretsky)

ἀστεροπητής: οῦ ὁ молниеметатель, громовержец (эпитет Зевса) Hom., Hes., Soph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεροπητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀστράπτων, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Α. 580, Ἡσ. Θ. 390· οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. Φ. 1198, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ.

English (Autenrieth)

god of the lightning, epithet of Zeus. (Il.)

Greek Monolingual

ἀστεροπητής, ο (Α) αστεροπή
(για τον Δία) αυτός που αστράφτει.

Greek Monotonic

ἀστεροπητής: -οῦ, ὁ, αυτός που αστράφτει, λέγεται για τον Δία, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἀστεροπή
the lightener, of Zeus, Il.