αστεροπή

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

ἀστεροπή και στεροπή, η (Α)
η αστραπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη ο τ. αστεροπή με σημασία «βλέμμα αστεριού» < (θ.) αστερ- της λ. αστήρ + (ρίζα) οπ- (< okw- «βλέπω, μάτι», πρβλ. όψ «μάτι, πρόσωπο», όψομαι, οπή «άνοιγμα») + (κατάλ.) - (-η) πρβλ. αρμ. p'ayl-akn «αστραπή» (< p'aylem «λάμπω», p'ayl «λάμψη» + akn «μάτια») και areg-akn «ήλιος» (< arew «ήλιος» + akn). Τέλος, ο τ. στεροπή (Όμηρ., Πίνδ.) πιθ. να προέρχεται ή από μονοσύλλαβο τ. θέματος ster- (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. Stern «αστέρι») ή < αστεροπή, με σίγηση του αρχικού α-.
ΠΑΡ. αρχ. αστεροπητής].