ανταλλάσσω

Revision as of 14:27, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἀνταλλάσσω κ. ἀνταλλάττω)
κάνω ανταλλαγή
αρχ.
Ι. μέσ.
1. παίρνω σε αντικατάσταση άλλου, παίρνω κάτι σαν αντάλλαγμα
2. «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» — τιμωρούμαι με θάνατο
3. υιοθετώ τον τρόπο κάποιου και εκείνος τον δικό μου
II. φρ. «τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει» (Θουκ. 5, 82, 4)
άλλαξαν τη συνηθισμένη σημασία των λέξεων για να δικαιολογούν τις πράξεις τους.