γῆθεν επίρρ. (AM) γηαπό τη γη («Χαῖρε κλῖμαξ, γῆθεν πάντας ἀνυψώσασα χάριτι» — κλίμακα που ανύψωσες όλους τους ανθρώπους από τη γη προς τον ουρανό, Ακάθ. Ύμνος)αρχ.μέσα από τη γη, από τον τάφο, από τον κάτω κόσμο.