γη
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
Greek Monolingual
και γης, η (AM γῆ, Α και γᾱ)
1. η υδρόγειος σφαίρα, ο πλανήτης όπου κατοικούν οι άνθρωποι
2. ο επίγειος κόσμος σε αντίθεση με τον ουρανό και τον κάτω κόσμο
3. το σύνολο των ανθρώπων, η οικουμένη
4. η γη ως ένα από τα στοιχεία (συστατικά) του σύμπαντος, σε αντιδιαστολή με τον αέρα, το νερό και τη φωτιά
5. η ξηρά, η στεριά (σε αντίθεση με τη θάλασσα)
6. τόπος, χώρα, περιοχή
7. η γενέτειρα, η ιδιαίτερη πατρίδα
8. καλλιεργήσιμο έδαφος
9. αγρός, κτήμα, χωράφι
10. χώμα, έδαφος (κυρίως είδος, τύπος εδάφους ή ορυκτού)
11. φρ. «γῆν καὶ ὕδωρ» — ένδειξη, σημεία υποταγής
12. «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας» — η Χαναάν και κάθε εύφορος και ευτυχισμένος τόπος
νεοελλ.
1. (συνκδ.) οικόπεδο
2. φρ. α) «άνοιξε η γη και τόν κατάπιε» — εξαφανίστηκε απρόοπτα και με τρόπο μυστηριώδη
β) «γης Μαδιάμ» — ερήμωση, βίαιη καταστροφή, όλεθρος
γ) «δεν πατάω στη γη» — για άνθρωπο ουτοπιστή ή υπερβολικά χαρούμενο
δ) «κινώ γη και ουρανό» — χρησιμοποιώ κάθε μέσο, κάθε τρόπο για να επιτύχω κάτι αρχικά δύσκολο ή ακατόρθωτο
ε) «η μαύρη γης» — ο Άδης
στ) «ν' ανοίξει η γη να μέ καταπιεί»
(ευχή) γι' αυτόν που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση απέναντι σε κάποιον άλλο
ζ) «σείστηκε η γη»
(για συγκλονιστικό συμβάν) δημιουργήθηκε αναστάτωση (ή κατάπληξη) από έντονες εκδηλώσεις του πλήθους
η) «στον ουρανό το γύρευα και στη γη το βρήκα» — για ανέλπιστο εύρημα ή για ανέλπιστη ευτυχία
θ) «όσα βρέχει ο ουρανός η γη τά καταπίνει» — για την υποταγή στο αναπόφευκτο
ι) «τρέμει η γης μα δεν βουλάει» — ο ισχυρός χαρακτήρας δεν καταβάλλεται από δυσκολίες
κ) «άνοιξε η γη και τον κατάπιε» — εξαφανίστηκε
αρχ.
Ι. 1. προσωποπ. η θεότητα Γη
2. πόλη
3. τίτλος συγγράμματος του Εκαταίου
II. φρ.
1. «κατὰ γῆν» — διά ξηράς
2. «ὑπὸ (κατά, κάτω) γῆς» — ο Άδης, το βασίλειο των νεκρών
3. «γῆν ὁρῶ» — για την προσέγγιση διεξόδου από δυσάρεστη κατάσταση, ύστερα από μακριά αναμονή
4. «Αγία Γῆ» — η Παλαιστίνη
5. «γῆν πρὸ γῆς» — από χώρα σε χώρα, από τόπο σε τόπο (για καταδίωξη)
6. «ἐπὶ γῆ δανείζω» — δανείζω υποθηκεύοντας κτήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αία. Ο τ. γη απαντά σπάνια στον Όμηρο, συχνά στον Ησύχιο, ενώ στον αττικό πεζό λόγο χρησιμοποιείται αποκλειστικά αντί του γαία. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετικό ενός πολύ μεγάλου αριθμού συνθέτων με τις μορφές γη -, δωρ. γα - (κατ' εξοχήν στον ποιητικό λόγο), γειο -, γεο- και κυρίως γεω - (στην ιωνική - αττική και στη μτγν. Ελληνική), το οποίο έλαβε μεγάλη διάδοση εξαιτίας ίσως των συνθέτων των οποίων το β' συνθετικό άρχιζε με -ω- ή -ο- (πρβλ. γεώρυχος, γεωργός κ.ά.). το γεω- επέδωσε επίσης στη σύνθεση νεώτερων επιστημονικών όρων. Εξάλλου ως β' συνθετικό η λ. γη απαντά με τις μορφές -γεως, -γειος, -γεος παράλληλα προς τη -γαιος, για την οποία βλ. λ. γαία. Τέλος, ο τύπος ονομαστικής η γης προήλθε με συμφυρμό του τ. γης (που αποσπάστηκε από τον εμπρόθετο προσδιορισμό κατά γης, πρβλ. επάνω και καταπάνω) και του η γη.
ΠΑΡ. γεώδης, γήινος
αρχ.
γέηθεν, γεηρός, γεϊκός, γειόθεν, γήδιον, γηΐτης
αρχ.-μσν.
γεούμαι, γήθεν
νεοελλ.
γειώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γεωγράφος, γεωδαίτης, γεώλοφος, γεωμαντεία, γεωμάντης(-ις), γεωμέτρης, γεωνόμος, γεωπόνος, γεωργός, γεωχαρής, γηγενής, γήπεδο(ν)
αρχ.
γαπετής, γαπόνος, γάποτος, γατόμος, γειαρότης, γειομόρος, γειοπόνος, γειοτόμος, γειοφόρος, γεοειδής, γεωμιγής, γεωμόρος, γεώπεδον, γεωπείνης, γεωρύχος, γεωτόμος, γεωτραγία, γεωφύλαξ, γηγενέτης, γηθαλάσοιος, γηλεχής, γήλοφος, γημόρος, γηοχέω, γηπάτταλος, γηπετής, γήποτος, γητόμος, γηφάγος, γηφαγώ αρχ.-μσν. γεούχος, γεωφάνειον
μσν.
γεωμαχώ, γηούχος
μσν.-νεοελλ. γεωπετής
νεοελλ.
γεωβιολογία, γεωδιονομία, γεώβιος, γεωβοτανική, γεωγαλή, γεωγενής, γεωγνωσία, γεωγνώστης, γεωγονία, γεωδίαιτος, γεωδυναμική, γεωδυναμικόν, γεωειδής, γεωελλειψοειδές, γεωθερμία, γεωθερμόμετρο, γεώθερμος, γεωισόθερμος, γεωκεντρικός, γεωκυκλικός, γεωλογία, γεωμαγνητισμός, γεωμορφία, γεωμορφογένεια, γεωμορφογένεση, γεωμορφογονία, γεωμορφολογία, γεωρφομέτρηση, γεωμορφομετρία, γεώμυς, γεώξενος, γεωπλαστική, γεωπολιτική, γεώραμα, γεωσκοπία, γεωσκόπος, γεωσπίζα, γεωστατική, γεωστροφικός, γεώσφαιρα, γεωτακτισμός, γεωτεκτονική, γεωτοπογραφία, γεώτρηση, γεωτριγωνισμός, γεωτροπισμός, γεωτρύπανο, γεώτυπος, γεωνδρολόγος, γεωφάγος, γεώφιλος, γεωφυσική, γεώφυτα, γεώφωνο, γεωφωτόγραμμα, γεωχημεία, γήγερτον. (Β' συνθετικό) αμμόγειος, απόγειος, έγγειος, επίγειος, εύγειος, λεπτόγειος, μεσόγειος, περίγειος, πρόσγειος, υπέργειος, υπόγειος
αρχ.
άγειος, αλμυρόγεως, αμφίγειος, ανάγειος, ανώγειος (και ανώγεον), βαθύγειος (και βαθύγεως), έγγεος, ελαφρόγειος, ένγεως, εννιτρόγεως, ισόγεως, κατάγειος, κατώγειος (και κατώγεον), λεπτόγεως, λευκόγειος (και λευκόγεως), λιπαρόγειος, λιπόγεως, λυπρόγειος (και λυπρόγεως), μελάγγειος (και μελάγγεως), μελανόγειος, μεσαίγεως, μεσ(σ)όγεως, ξανθόγεως, πάγγεος, παράγειος, πυρρόγειος, σκληρόγεως, υπόγεως, χαυνόγειος, χρυσόγειος (και χρυσόγεως), ψαμμόγεως - νεοελλ. ισόγειος, υδρόγειος].