θυρώ

Revision as of 14:30, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

θυρῶ, -όω (Α) θύρα
1. τοποθετώ θύρα σε κάτι, κλείνω με θύρα, κλείνω καλά
2. παθ. θυροῦμαι, -όομαι
α) έχω ανοίγματα («πίναξ τεθυρωμένος», επιγρ.)
β) έχω ως θύρες («πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι», Λουκιαν.)
γ) έχω πόρτες («στεγόμενα και τεθυρωμένα» — που έχουν στέγη και πόρτες, πάπ.).