μηδαμοῖ (Α)επίρρ. (πιθ. γρφ.) σε κανένα μέρος, πουθενά.[ΕΤΥΜΟΛ. μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῖ (πρβλ. οὐδαμοῖ)].