οὐδαμοῖ

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδᾰμοῖ Medium diacritics: οὐδαμοῖ Low diacritics: ουδαμοί Capitals: ΟΥΔΑΜΟΙ
Transliteration A: oudamoî Transliteration B: oudamoi Transliteration C: oudamoi Beta Code: ou)damoi=

English (LSJ)

Adv. of οὐδαμός, to no place, no-whither, restd. for οὐδαμοῦ in Ar.V.1188, X.HG5.2.8, An.6.3.16(14); οὐ γὰρ ἤλθομεν οὐ. τῆς Θρᾴκης D.23.166, cf. Hdn.Gr.1.502.—Cf. μηδαμοῖ.

French (Bailly abrégé)

adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: οὐδαμός.

Russian (Dvoretsky)

οὐδᾰμοῖ: adv. никуда (οὐ. τῆς Θρᾴκης Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐδαμοῖ: Ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός, πρὸς οὐδὲν μέρος ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ οὐδαμοῦ ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 1188, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 8, Ἀν. 6. 1, 16· οὐ γὰρ ἦλθεν οὐδαμοῖ τῆς Θρᾴκης Δημ. 675. 25· πρβλ. Ἀνεκδ. Ὀξ. τ. 1. 418, Ἰων. Ἀλεξ. τονικ. παραγγ. 36. Πρβλ. μηδαμοῖ.

Greek Monolingual

οὐδαμοῖ (Α)
επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῖ (πρβλ. μηδαμοί)].

Greek Monotonic

οὐδαμοῖ: επίρρ. του οὐδαμός, προς κανένα μέρος, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

[adverb of οὐδαμός
no-whither, Ar., Xen.

English (Woodhouse)

to no place

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)