ῥεκτήρ

Revision as of 14:54, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ῥεκτῆρος, ὁ, (ῥέζω)
A worker, doer, like Homer's πρηκτήρ, κακῶν Hes.Op.191.
2 c. gen. objecti, worker in a thing, χρυσοῖο Man.1.297, cf. 4.149.

German (Pape)

[Seite 837] ῆρος, ὁ, der Thäter; κακῶν Hes. O. 193; sp. D., wie Maneth. 4, 149. 229.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m;
c.
ῥέκτης.

Russian (Dvoretsky)

ῥεκτήρ: ῆρος ὁ ῥέζω I] свершитель, виновник: ῥ. κακῶν Hes. злодей, нечестивец.

Greek (Liddell-Scott)

ῥεκτήρ: ῆρος, ὁ, (ῥέζω) ὁ πράττων, ἐργαζόμενος, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου πρηκτήρ, κακῶν ῥεκτῆρα, ἐργάτην κακῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189· ἀρετῆς Κλήμ. Ἀλ. 313 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ὁ ἐργαζόμενος εἴς τι πρᾶγμα, χρυσοῖο Μανέθων 1. 297, πρβλ. 4. 149.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. ῥέκτειρα, Α
1. αυτός που πράττει, που κάνει κάτι (α. «κακῶν ῥεκτῆρα», Ησίοδ.
β. «ῥεκτὴρ ἀρετῆς», Κλήμ.)
2. αυτός που καταγίνεται με κάτι («ῥεκτὴρ χρυσοῖο», Μανέθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέζω (Ι) «πράττω» + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαντήρ)].

Greek Monotonic

ῥεκτήρ: -ῆρος, ὁ (ῥέζω), εργαζόμενος, πράττων, εκτελεστής, δράστης, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ῥεκτήρ, ῆρος, ὁ, ῥέζω
a worker, doer, Hes.