δύσαγνος
English (LSJ)
δύσαγνον, unchaste, A.Supp.751 (lyr.), Orac†ap. Luc. Alex.54.
Spanish (DGE)
-ον
impuro φρένες A.Supp.751, κοῖται Orác. en Luc.Alex.54, αἱ μαινάδες, αἱ δύσαγνον κρεανομίαν μυούμεναι las ménades, iniciándose en los misterios de un impuro reparto de carne Clem.Al.Prot.12.119.
German (Pape)
[Seite 674] unkeusch; φρένες Aesch. Suppl. 732; κοῖται Luc. Alex. 54.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
δύσαγνος: нечистый, порочный, преступный (φρένες Aesch.; κοῖται Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσαγνος: -ον, ἄναγνος, ἀκάθαρτος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 751, Λουκ. Ἀλεξ. 54.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δύσαγνος: -ον, α κάθαρτος, μιαρός, σε Λουκ.
Middle Liddell
δύσ-αγνος, ον adj
unchaste, Luc.