ἰσοδαίμων

Revision as of 10:40, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἰσοδαίμον, gen. ονος,
A godlike, A.Pers.634 (lyr.), Ariphron 1.4, Hierocl.in CA4p.425M.
II equal in fortune or equal in happiness, ἰ. βασιλεῦσι Pi.N.4.84.

German (Pape)

[Seite 1264] ονος, einem Gotte gleich; βασιλεύς Aesch. Pers. 625; Scol. bei Ath. XV, 702 a; βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα [ι] Pind. N. 4, 48, den Königen gleich an Geschick.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
semblable ou égal à un dieu.
Étymologie: ἴσος, δαίμων.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοδαίμων: 2, gen. ονος (ῑσ)
1 равный божеству (βασιλεύς Aesch.; ἄνθρωποι Plut.);
2 похожий по своей судьбе, подобный своей участью (βασιλεῦσιν Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοδαίμων: -ον, γεν. ονος, ἰσόθεος, ὅμοιος τῷ θεῷ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 633. ΙΙ. ἴσος τινὶ κατὰ τὴν εὐδαιμονίαν, ἰσ. βασιλεῦσι Πινδ. Ν. 4. 136.

English (Slater)

ῑσοδαίμων equal in fortune to c. dat. ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα (N. 4.84)

Greek Monolingual

ἰσοδαίμων, -ον (Α)
1. ίσος, όμοιος με τον θεό, ισόθεοςἰσοδαίμων βασιλεύς», Αισχύλ.)
2. ίσος με άλλον κατά την ευδαιμονία ή κατά την τύχηἰσοδαίμων βασιλεῡσι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + δαίμων.

Greek Monotonic

ἰσοδαίμων: -ον, γεν. -ονος, ισόθεος, ίσος, όμοιος με θεό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἰσο-δαίμων, ονος,
godlike, Aesch.